διαλευκάνω - Βικιλεξικό
Article Images
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαλευκάνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλευκαίνω
- θα διαλευκάνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλευκαίνω
διαλευκάνω