εγωιστικός - Βικιλεξικό
Article Images
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγωιστικ
ός
η
εγωιστικ
ή
το
εγωιστικ
ό
γενική
του
εγωιστικ
ού
της
εγωιστικ
ής
του
εγωιστικ
ού
αιτιατική
τον
εγωιστικ
ό
την
εγωιστικ
ή
το
εγωιστικ
ό
κλητική
εγωιστικ
έ
εγωιστικ
ή
εγωιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγωιστικ
οί
οι
εγωιστικ
ές
τα
εγωιστικ
ά
γενική
των
εγωιστικ
ών
των
εγωιστικ
ών
των
εγωιστικ
ών
αιτιατική
τους
εγωιστικ
ούς
τις
εγωιστικ
ές
τα
εγωιστικ
ά
κλητική
εγωιστικ
οί
εγωιστικ
ές
εγωιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγωιστικός
<
εγωιστής
Επίθετο
επεξεργασία
εγωιστικός, -ή, -ό
που αναφέρεται στον
εγωισμό
ή χαρακτηρίζει τον
εγωιστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγωιστικός
αγγλικά
:
egotistical
(en)
γαλλικά
:
égoïstique
(fr)