ιαγουάρος - Βικιλεξικό
Article Images
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ιαγουάρ
ος
οι
ιαγουάρ
οι
γενική
του
ιαγουάρ
ου
των
ιαγουάρ
ων
αιτιατική
τον
ιαγουάρ
ο
τους
ιαγουάρ
ους
κλητική
ιαγουάρ
ε
ιαγουάρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας
ιαγουάρος
.
ιαγουάρος
<
πορτογαλική
jaguar
<
τούπι
yaguara (
σκύλος
,
θηρίο
)
ιαγουάρος
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
) μεγάλο
αιλουροειδές
της Αμερικής του είδους
Panthera onca
τζάγκουαρ
ιαγουάρος
στη
Βικιπαίδεια