ισπανικά - Βικιλεξικό


Article Images
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ισπανικά
      γενική των ισπανικών
    αιτιατική τα ισπανικά
     κλητική ισπανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ισπανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ισπανικός, στον πληθυντικό
ΔΦΑ : /i.spa.niˈka/

ισπανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

ισπανικά

  1. χρησιμοποιώντας την ισπανική γλώσσα
  2. σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ισπανικού λαού

ισπανικά