κατ' επέκταση - Βικιλεξικό
Article Images
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
κατ' επέκταση
- (λεκτικό σχήμα) πέρα από το αναμενόμενο, το γνωστό ή το συνηθισμένο· επεκτείνοντας και σε πρόσθετους τομείς
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
κατ' επέκταση
- αγγλικά : by extension (en), consequently (en)
- γαλλικά : par extension (fr)