καταλαβαίνω - Βικιλεξικό


Article Images
καταλαβαίνω < μεσαιωνική ελληνική καταλαβαίνω < αρχαία ελληνική καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω

καταλαβαίνω

    Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. καταλαβαίνω καταλάβαινα θα καταλαβαίνω να καταλαβαίνω καταλαβαίνοντας
β' ενικ. καταλαβαίνεις καταλάβαινες θα καταλαβαίνεις να καταλαβαίνεις καταλάβαινε
γ' ενικ. καταλαβαίνει καταλάβαινε θα καταλαβαίνει να καταλαβαίνει
α' πληθ. καταλαβαίνουμε καταλαβαίναμε θα καταλαβαίνουμε να καταλαβαίνουμε
β' πληθ. καταλαβαίνετε καταλαβαίνατε θα καταλαβαίνετε να καταλαβαίνετε καταλαβαίνετε
γ' πληθ. καταλαβαίνουν(ε) καταλάβαιναν
καταλαβαίναν(ε)
θα καταλαβαίνουν(ε) να καταλαβαίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. κατάλαβα θα καταλάβω να καταλάβω καταλάβει
β' ενικ. κατάλαβες θα καταλάβεις να καταλάβεις κατάλαβε
γ' ενικ. κατάλαβε θα καταλάβει να καταλάβει
α' πληθ. καταλάβαμε θα καταλάβουμε να καταλάβουμε
β' πληθ. καταλάβατε θα καταλάβετε να καταλάβετε καταλάβετε
γ' πληθ. κατάλαβαν
καταλάβαν(ε)
θα καταλάβουν(ε) να καταλάβουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω καταλάβει είχα καταλάβει θα έχω καταλάβει να έχω καταλάβει
β' ενικ. έχεις καταλάβει είχες καταλάβει θα έχεις καταλάβει να έχεις καταλάβει
γ' ενικ. έχει καταλάβει είχε καταλάβει θα έχει καταλάβει να έχει καταλάβει
α' πληθ. έχουμε καταλάβει είχαμε καταλάβει θα έχουμε καταλάβει να έχουμε καταλάβει
β' πληθ. έχετε καταλάβει είχατε καταλάβει θα έχετε καταλάβει να έχετε καταλάβει
γ' πληθ. έχουν καταλάβει είχαν καταλάβει θα έχουν καταλάβει να έχουν καταλάβει