σιταποθήκη - Βικιλεξικό


Article Images

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιταποθήκη οι σιταποθήκες
      γενική της σιταποθήκης των σιταποθηκών
    αιτιατική τη σιταποθήκη τις σιταποθήκες
     κλητική σιταποθήκη σιταποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ερειπωμένη σιταποθήκη στις ΗΠΑ

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σιταποθήκη < σίτος + αποθήκη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιταποθήκη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

    σιταποθήκη