τυποποιώ - Βικιλεξικό


Article Images
τυποποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική standardize < standard (τύπος)

τυποποιώ (παθητική φωνή: τυποποιούμαι)

  1. διαμορφώνω σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο
  2. (στη βιομηχανία) παράγω ένα προϊόν σε μεγάλες ποσότητες σύμφωνα με ένα ορισμένο πρότυπο

    Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. τυποποιώ τυποποιούσα θα τυποποιώ να τυποποιώ τυποποιώντας
β' ενικ. τυποποιείς τυποποιούσες θα τυποποιείς να τυποποιείς (τυποποίει)
γ' ενικ. τυποποιεί τυποποιούσε θα τυποποιεί να τυποποιεί
α' πληθ. τυποποιούμε τυποποιούσαμε θα τυποποιούμε να τυποποιούμε
β' πληθ. τυποποιείτε τυποποιούσατε θα τυποποιείτε να τυποποιείτε τυποποιείτε
γ' πληθ. τυποποιούν(ε) τυποποιούσαν(ε) θα τυποποιούν(ε) να τυποποιούν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. τυποποίησα θα τυποποιήσω να τυποποιήσω τυποποιήσει
β' ενικ. τυποποίησες θα τυποποιήσεις να τυποποιήσεις τυποποίησε
γ' ενικ. τυποποίησε θα τυποποιήσει να τυποποιήσει
α' πληθ. τυποποιήσαμε θα τυποποιήσουμε να τυποποιήσουμε
β' πληθ. τυποποιήσατε θα τυποποιήσετε να τυποποιήσετε τυποποιήστε
γ' πληθ. τυποποίησαν
τυποποιήσαν(ε)
θα τυποποιήσουν(ε) να τυποποιήσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω τυποποιήσει είχα τυποποιήσει θα έχω τυποποιήσει να έχω τυποποιήσει
β' ενικ. έχεις τυποποιήσει είχες τυποποιήσει θα έχεις τυποποιήσει να έχεις τυποποιήσει
γ' ενικ. έχει τυποποιήσει είχε τυποποιήσει θα έχει τυποποιήσει να έχει τυποποιήσει
α' πληθ. έχουμε τυποποιήσει είχαμε τυποποιήσει θα έχουμε τυποποιήσει να έχουμε τυποποιήσει
β' πληθ. έχετε τυποποιήσει είχατε τυποποιήσει θα έχετε τυποποιήσει να έχετε τυποποιήσει
γ' πληθ. έχουν τυποποιήσει είχαν τυποποιήσει θα έχουν τυποποιήσει να έχουν τυποποιήσει