φρενόω - Βικιλεξικό
Article Images
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
φρενόω
<
φρήν
φρενόω
-
φρενῶ
βάζω
μυαλό
σε κάποιον, τον
σωφρονίζω
φρονέω