ἐν - Βικιλεξικό
Article Images
Δείτε επίσης
:
εν
,
ἕν
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Πρόθεση
επεξεργασία
ἐν
μέσα
με
(δηλώνει το μέσο ή το όργανο)
ἐν τούτῳ νίκα