ἐν - Βικιλεξικό


Article Images

Δείτε επίσης: εν, ἕν

Αρχαία ελληνικά (grc)

επεξεργασία

  Πρόθεση

επεξεργασία

ἐν

  1. μέσα
  2. με (δηλώνει το μέσο ή το όργανο)
    ἐν τούτῳ νίκα