Στοκχόλμη - Βικιλεξικό
Article Images
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Στοκχόλμη | ||
γενική | της | Στοκχόλμης | ||
αιτιατική | τη | Στοκχόλμη | ||
κλητική | Στοκχόλμη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Στοκχόλμη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η πρωτεύουσα της Σουηδίας
Δείτε επίσης
- Στοκχόλμη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Στοκχόλμη
- αγγλικά : Stockholm (en)
- αλβανικά : Stockholm (sq)
- βασκικά : Stockholm (eu)
- βουλγαρικά : Стокхолм (bg)
- βρετονικά : Stockholm (br)
- γαλλικά : Stockholm (fr)
- γερμανικά : Stockholm (de)
- γεωργιανά : სტოკჰოლმი (ka)
- δανικά : Stockholm (da)
- εβραϊκά : שטוקהולם (he)
- εσθονικά : Stockholm (et)
- εσπεράντο : Stokholmo (eo)
- ινδονησιακά : Stockholm (id)
- ιντερλίνγκουα : Stockholm (ia)
- ίντο : Stockholm (io)
- ισλανδικά : Stokkhólmur (is)
- ισπανικά : Estocolmo (es)
- ιταλικά : Stoccolma (it)
- καταλανικά : Estocolm (ca)
- κροατικά : Stockholm (hr)
- λατινικά : Stockholmia (la)
- λετονικά : Stokholma (lv)
- λιθουανικά : Stokholmas (lt)
- λουξεμβουργιανά : Stockholm (lb)
- νορβηγικά : Stockholm (no)
- ολλανδικά : Stockholm (nl)
- οξιτανικά : Estocòlme (oc)
- ουαλικά : Stockholm (cy)
- ουγγρικά : Stockholm (hu)
- πολωνικά : Sztokholm (pl)
- πορτογαλικά : Estocolmo (pt)
- ρουμανικά : Stockholm (ro)
- ρωσικά : Стокгольм (ru)
- σερβικά : Стокхолм (sr)
- σλοβακικά : Štokholm (sk)
- σλοβενικά : Stockholm (sl)
- σουηδικά : Stockholm (sv)
- τουρκικά : Stokolm (tr)
- φινλανδικά : Tukholma (fi)