ενταφιάζω - Βικιλεξικό


Article Images
ενταφιάζω < ελληνιστική κοινή ἐνταφιάζω < αρχαία ελληνική τάφος
ΔΦΑ : /en.da.fiˈa.zo/

ενταφιάζω (παθητική φωνή: ενταφιάζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) τοποθετώ σε τάφο
     συνώνυμα: θάβω, κηδεύω
  2. (μεταφορικά) τοποθετώ σε χώμα, μέσα στη γη
  3. (μεταφορικά) διαψεύδω, καταστρέφω

    Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ενταφιάζω ενταφίαζα θα ενταφιάζω να ενταφιάζω ενταφιάζοντας
β' ενικ. ενταφιάζεις ενταφίαζες θα ενταφιάζεις να ενταφιάζεις ενταφίαζε
γ' ενικ. ενταφιάζει ενταφίαζε θα ενταφιάζει να ενταφιάζει
α' πληθ. ενταφιάζουμε ενταφιάζαμε θα ενταφιάζουμε να ενταφιάζουμε
β' πληθ. ενταφιάζετε ενταφιάζατε θα ενταφιάζετε να ενταφιάζετε ενταφιάζετε
γ' πληθ. ενταφιάζουν(ε) ενταφίαζαν
ενταφιάζαν(ε)
θα ενταφιάζουν(ε) να ενταφιάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ενταφίασα θα ενταφιάσω να ενταφιάσω ενταφιάσει
β' ενικ. ενταφίασες θα ενταφιάσεις να ενταφιάσεις ενταφίασε
γ' ενικ. ενταφίασε θα ενταφιάσει να ενταφιάσει
α' πληθ. ενταφιάσαμε θα ενταφιάσουμε να ενταφιάσουμε
β' πληθ. ενταφιάσατε θα ενταφιάσετε να ενταφιάσετε ενταφιάστε
γ' πληθ. ενταφίασαν
ενταφιάσαν(ε)
θα ενταφιάσουν(ε) να ενταφιάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ενταφιάσει είχα ενταφιάσει θα έχω ενταφιάσει να έχω ενταφιάσει
β' ενικ. έχεις ενταφιάσει είχες ενταφιάσει θα έχεις ενταφιάσει να έχεις ενταφιάσει
γ' ενικ. έχει ενταφιάσει είχε ενταφιάσει θα έχει ενταφιάσει να έχει ενταφιάσει
α' πληθ. έχουμε ενταφιάσει είχαμε ενταφιάσει θα έχουμε ενταφιάσει να έχουμε ενταφιάσει
β' πληθ. έχετε ενταφιάσει είχατε ενταφιάσει θα έχετε ενταφιάσει να έχετε ενταφιάσει
γ' πληθ. έχουν ενταφιάσει είχαν ενταφιάσει θα έχουν ενταφιάσει να έχουν ενταφιάσει