κηδεύω - Βικιλεξικό


Article Images
κηδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηδεύω < κήδομαι
ΔΦΑ : /ciˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κη‐δεύ‐ω

κηδεύω, αόρ.: κήδεψα, παθ.φωνή: κηδεύομαι, π.αόρ.: κηδεύτηκα, μτχ.π.π.: κηδεμένος

    Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. κηδεύω κήδευα θα κηδεύω να κηδεύω κηδεύοντας
β' ενικ. κηδεύεις κήδευες θα κηδεύεις να κηδεύεις κήδευε
γ' ενικ. κηδεύει κήδευε θα κηδεύει να κηδεύει
α' πληθ. κηδεύουμε κηδεύαμε θα κηδεύουμε να κηδεύουμε
β' πληθ. κηδεύετε κηδεύατε θα κηδεύετε να κηδεύετε κηδεύετε
γ' πληθ. κηδεύουν(ε) κήδευαν
κηδεύαν(ε)
θα κηδεύουν(ε) να κηδεύουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. κήδεψα θα κηδέψω να κηδέψω κηδέψει
β' ενικ. κήδεψες θα κηδέψεις να κηδέψεις κήδεψε
γ' ενικ. κήδεψε θα κηδέψει να κηδέψει
α' πληθ. κηδέψαμε θα κηδέψουμε να κηδέψουμε
β' πληθ. κηδέψατε θα κηδέψετε να κηδέψετε κηδέψτε
γ' πληθ. κήδεψαν
κηδέψαν(ε)
θα κηδέψουν(ε) να κηδέψουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω κηδέψει είχα κηδέψει θα έχω κηδέψει να έχω κηδέψει
β' ενικ. έχεις κηδέψει είχες κηδέψει θα έχεις κηδέψει να έχεις κηδέψει έχε κηδεμένο
γ' ενικ. έχει κηδέψει είχε κηδέψει θα έχει κηδέψει να έχει κηδέψει
α' πληθ. έχουμε κηδέψει είχαμε κηδέψει θα έχουμε κηδέψει να έχουμε κηδέψει
β' πληθ. έχετε κηδέψει είχατε κηδέψει θα έχετε κηδέψει να έχετε κηδέψει έχετε κηδεμένο
γ' πληθ. έχουν κηδέψει είχαν κηδέψει θα έχουν κηδέψει να έχουν κηδέψει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κηδεμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κηδεμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κηδεμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κηδεμένο

    Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. κηδεύομαι κηδευόμουν(α) θα κηδεύομαι να κηδεύομαι
β' ενικ. κηδεύεσαι κηδευόσουν(α) θα κηδεύεσαι να κηδεύεσαι κηδεύου
γ' ενικ. κηδεύεται κηδευόταν(ε) θα κηδεύεται να κηδεύεται
α' πληθ. κηδευόμαστε κηδευόμαστε
κηδευόμασταν
θα κηδευόμαστε να κηδευόμαστε
β' πληθ. κηδεύεστε κηδευόσαστε
κηδευόσασταν
θα κηδεύεστε να κηδεύεστε κηδεύεστε
γ' πληθ. κηδεύονται κηδεύονταν
κηδευόντουσαν
θα κηδεύονται να κηδεύονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. κηδεύτηκα θα κηδευτώ να κηδευτώ κηδευτεί
β' ενικ. κηδεύτηκες θα κηδευτείς να κηδευτείς κηδέψου
γ' ενικ. κηδεύτηκε θα κηδευτεί να κηδευτεί
α' πληθ. κηδευτήκαμε θα κηδευτούμε να κηδευτούμε
β' πληθ. κηδευτήκατε θα κηδευτείτε να κηδευτείτε κηδευτείτε
γ' πληθ. κηδεύτηκαν
κηδευτήκαν(ε)
θα κηδευτούν(ε) να κηδευτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω κηδευτεί είχα κηδευτεί θα έχω κηδευτεί να έχω κηδευτεί κηδεμένος
β' ενικ. έχεις κηδευτεί είχες κηδευτεί θα έχεις κηδευτεί να έχεις κηδευτεί
γ' ενικ. έχει κηδευτεί είχε κηδευτεί θα έχει κηδευτεί να έχει κηδευτεί
α' πληθ. έχουμε κηδευτεί είχαμε κηδευτεί θα έχουμε κηδευτεί να έχουμε κηδευτεί
β' πληθ. έχετε κηδευτεί είχατε κηδευτεί θα έχετε κηδευτεί να έχετε κηδευτεί
γ' πληθ. έχουν κηδευτεί είχαν κηδευτεί θα έχουν κηδευτεί να έχουν κηδευτεί

ζητούμενο λήμμα