ντομάτα - Βικιλεξικό
Article Images
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντομάτα | οι | ντομάτες |
γενική | της | ντομάτας | των | ντοματών |
αιτιατική | την | ντομάτα | τις | ντομάτες |
κλητική | ντομάτα | ντομάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ντομάτα < (άμεσο δάνειο) ισπανική tomate < νάουατλ tomātl
- Στην Ελλάδα είναι γνωστή από το 1818
ντομάτα θηλυκό
- παίρνω (κάποιον) με τις ντομάτες: αποδοκιμάζω έντονα, ντροπιάζω
- αγγουροντομάτα
- αγγουροντοματοσαλάτα
- ντοματόζουμο
- ντοματοπελτές
- ντοματοπολτός
- ντοματοσαλάτα
- ντοματοσάλτσα
- ντοματόσουπα
- ντοματοφαγία
- ντοματοχυμός
- ντομάτα στη Βικιπαίδεια
ντομάτα
- αγγλικά : tomato (en)
- αλβανικά : domatja (sq)
- αφρικάανς : tamatie (af)
- βασκικά : tomate (eu)
- βιετναμικά : cà chua (vi)
- βοσνιακά : paradajz (bs)
- βουλγαρικά : домат (bg) (domát)
- γαλικιανά : tomate (gl)
- γαλλικά : tomate (fr)
- γερμανικά : Tomate (de)
- δανικά : tomat (da)
- εβραϊκά : עגבנייה (he) (agvaniyá)
- εσθονικά : tomat (et)
- εσπεράντο : tomato (eo)
- ζουλού : utamatisi (zu)
- ιαπωνικά : トマト (ja) (tomato)
- ιλοκάνο : kamatis
- ινδονησιακά : tomat (id)
- ιντερλίνγκουα : tomate (ia)
- ισλανδικά : tómatur (is)
- ισπανικά : tomate (es), jitomate (es)
- ιταλικά : pomodoro (it)
- καταλανικά : tomàquet (ca), tomaca (ca)
- κέτσουα : chilltu (qu)
- κινεζικά : 番茄 (zh) (fānqié)
- κινιαρουάντα : yanya (rw)
- κορεατικά : 토마토 (ko) (tomato)
- κουρδικά : bacansor (ku), firingî (ku), pamîdor (ku), tomate (ku)
- λευκορωσικά : памідор (be)
- λιθουανικά : pomidoras (lt)
- μάγια του Γιουκατάν : p’aak
- μαλαϊκά : tomato (ms)
- νάουατλ : xitomātl, tomātl
- νορβηγικά : tomat (no)
- ολλανδικά : tomaat (nl)
- οσσετικά : пъамидор
- ουαλικά : tomato (cy)
- ουγγρικά : paradicsom (hu)
- ουκρανικά : помідор (uk) (pomidór)
- παπιαμέντο : tomati
- περσικά : گوجه فرنگی (fa) (gowje farangi)
- πολωνικά : pomidor (pl)
- πορτογαλικά : tomate (pt)
- ρουμανικά : roşie (ro)
- ρωσικά : томат (ru) (tomát), помидор (ru) (pomidór)
- σερβικά : парадајз (sr) (paràdajz)
- σλοβενικά : paradižnik (sl)
- σουαχίλι : nyanya (sw)
- σουηδικά : tomat (sv)
- τουρκικά : domates (tr)
- φινλανδικά : tomaatti (fi)
- χίντι : टमाटर (hi) (ṭamāṭar)