ροδάνι - Βικιλεξικό
Article Images
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροδάνι | τα | ροδάνια |
γενική | του | ροδανιού | των | ροδανιών |
αιτιατική | το | ροδάνι | τα | ροδάνια |
κλητική | ροδάνι | ροδάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ροδάνι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ῥοδάνη με μεταπλασμό σε ουδέτερο που ομοηχεί [1]
- ΔΦΑ : /ɾoˈða.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐δά‐νι
ροδάνι ουδέτερο
- η γλώσσα/το στόμα κάποιου (πάει) ροδάνι: μιλάει πολύ και συνέχεια, φλυαρεί, δε βάζει γλώσσα μέσα του
ροδάνι
- αγγλικά : spinning wheel (en)
- γαλλικά : rouet (fr)
- γερμανικά : Spinnrad (de)
- δανικά : rok (da), spinderok (da), hjulrok (da)
- ιαπωνικά : 糸車 (ja) (itoguruma)
- ισπανικά : rueca (es), hiladora (es)
- ιταλικά : filatoio (it)
- κορεατικά : 물레 (ko) (mulle)
- ολλανδικά : spinnewiel (nl)
- ουγγρικά : rokka (hu)
- πολωνικά : kołowrotek (pl)
- πορτογαλικά : roda de fiar (pt)
- ρουμανικά : roată de tors (ro)
- ρωσικά : пря́лка (ru) (prjálka)
- σερβοκροατικά : коловрат (sh) (kolovrat), чекрк (sh) (čekrk), витлић (sh) (vitlić)
- σλαβομακεδονικά : мотовило (mk) (motovilo), родан (mk) (rodan)
- τσεχικά : kolovrat (cs)
- τουρκικά : çıkrık (tr)
- φινλανδικά : rukki (fi)
- ↑ ροδάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας